Η συντριπτική νίκη της Νέας Δημοκρατίας στις εκλογές της 21ης Μαΐου 2023 σηματοδοτεί την επιστροφή στην κανονικότητα. Ιδού η ιδέα που κυκλοφορεί με βάση την εκλογική αριθμητική που φαίνεται αδιαμφισβήτητη. Η αιφνιδιαστική ετυμηγορία του εκλογικού σώματος μπορεί ωστόσο να ερμηνευθεί ως η αρχή μιας μεγάλης αλλαγής, παρά ως το τέλος μιας εποχής.
Σταδιακά από την κρίση χρέους, η Ελλάδα έχει επιταχύνει τον μετασχηματισμό της στην ευρωπαϊκή αλυσίδα αξίας. Ο κοινωνικός καταμερισμός της εργασίας μεταξύ του κέντρου και της περιφέρειας της Ευρώπης έχει οδηγήσει σε πόλωση του οικονομικού ρόλου της χώρας. Σε αυτή την ευρωπαϊκή κοινωνική οργάνωση, η Ελλάδα είναι κυριαρχούμενη σε μεγάλο βαθμό από οικονομική και βιομηχανική άποψη. Ειδικά από την κρίση του 2010, αυτή η εξάρτηση εγγράφεται εντός ενός γνωστού πλαισίουπου όλοι ξέρουμε όπου η χώρα εισάγει βιομηχανικά, τεχνολογικά και στρατιωτικά προϊόντα, ενώ εξάγει ενεργειακές πρώτες ύλες, φθηνό εργατικό δυναμικό και παραχωρεί τις κρίσιμες υποδομές της σε ξένους δημόσιους ή ιδιωτικούς φορείς.
Μια ακομπλεξάριστη κομπραδόρικη ηγεμονική τάξη
Μόνο μια πολιτικά και ιδεολογικά υποτελής αστική τάξη «κομπραδόρων» μπορεί να διασφαλίσει ότι αυτό το σύμφωνο θα γίνει σεβαστό. Οι πολιτικές δυναστείες έπαιζαν πάντα καθοριστικό ρόλο στην ελληνική πολιτική ιστορία. Η τοπική μεγαλοαστική τάξη, σε μεγάλο βαθμό κληρονομική, συνδέεται άμεσα με το ξένο/διεθνές κεφάλαιο, διαδραματίζοντας κυρίαρχο ρόλο στη διευκόλυνση τωνεμπορικών και χρηματοοικονομικών λειτουργιών της. Η Νέα Δημοκρατία έχει καταφέρει κάτι πολύ σημαντικό: οι πολιτικοί κληρονόμοι ιστορικών δυναστειών συνυπάρχουν με κορυφαία στελέχη που αυτομόλησαν από την ακροδεξιάκαι με μια πολιτική τεχνοκρατία που κινείται στο μη-ιδεολογικό χώρο του κέντρου. Αυτή η πολιτική «συμβίωση» που βασίζεται στο αφήγημα ότι η Ελλάδα ακολουθεί το δρόμο «του εκσυγχρονισμού και της ψηφιοποίησης» θεωρήθηκε πολύ αποτελεσματική αν λάβουμε υπόψη το εκλογικό αποτέλεσμα της 21ης Μαΐου 2023.
Μετά την προοδευτική αποβιομηχάνιση της χώρας από τη δεκαετία του 1990 και μετά, φαίνεται τώρα δύσκολο να γίνει διάκριση μεταξύ των βιομηχάνων και της εθνικής αστικής τάξης, αφενός, και των εξαγωγέων και της κομπραδόρικης αστικής τάξης, από την άλλη. Η τελευταία αποτελεί πλέον αναπόσπαστο κομμάτι της εθνικής αστικής τάξης, με συμφέροντα συνδεδεμένα με εκείνα του κράτους. Μετά την κρίση του Covid, η κυβέρνηση του Κ. Μητσοτάκη και η τάξη των κομπραδόρων της πόνταραν στα κεφάλαια του Σχεδίου Ανάκαμψης ώστε μέρος τους να διοχετευθούνστο τοπικό βιομηχανικό και οικονομικό κεφάλαιο.Ο πόλεμος στην Ουκρανία ανέδειξε με ξεκάθαρο τρόπο τα χαρακτηριστικά του ελληνικού οικονομικού μοντέλου, από την μια το καρτέλ των ελληνικών ενεργειακών εταιρειών που επωφελήθηκαν τα μέγισταστο πλαίσιο της πληθωριστικής κούρσας που δαμάζει τη χώρα και από την άλλη, οι Έλληνες εφοπλιστέςπου συνέχισαν να το μεταφέρουν παρά το εμπάργκο στο ρωσικό πετρέλαιο. Και αυτό το οικονομικό καθεστώς δείχνει να κυριαρχεί όλων των άλλων πιθανών παραμέτρων, ακόμα της φιλοευρωπαϊκής θέσης της χώρας. Όσο παράδοξο κι αν φαίνεται, είναι η Ελλάδα με την Ουγγαρία που πρόσφατα μπλόκαραν τις συζητήσεις σε ευρωπαϊκό επίπεδο για τη βοήθεια προς την Ουκρανία επειδή η τελευταία ήταν επικριτική ως προς τον επιζήμιο ρόλο των Ελλήνων εφοπλιστών στον πόλεμο.
Ένας παραπλανητικός απολογισμός
Το επιχειρηματικό κράτος βρίσκεται στην καρδιά της οικονομικής φιλοσοφίας της ΝΔ, συνδυάζοντας την συρρίκνωση του κοινωνικού κράτους και των δημόσιων υπηρεσιών, επιταχύνοντας τις ιδιωτικοποιήσεις με έναν ανανεωμένο ρηγκανισμό και φιλοευρωπαϊσμό, προωθώντας την κουλτούρα της πολιτικής τεχνοκρατίας και προάγοντας την ψηφιακή καινοτομία ως νέο σύστημα αξιών. Ο οικονομικός εθνικισμός απουσιάζει από αυτή τη νοοτροπία. Η παγκοσμιοποίηση, οι απορρυθμισμένες αγορές συνεχίζουν να αποτελούν πεδίο πολλαπλών ευκαιριών για την ανάπτυξη. Αυτή η ξεκάθαρα αντιπροστατευτική στάση συμπλέει αρκετά καλά με τον πολιτισμικό και εκπαιδευτικό συντηρητισμό. Το μαρτυρούν η κατάργηση του μαθήματος της κοινωνιολογίας από τα σχολικά προγράμματα, η υποβάθμιση των καλλιτεχνικών μαθημάτων ή η προώθηση ενός είδους αριστείας ως διακριτό σήμα του κοινωνικού ντετερμινισμού.
Κατά τη διάρκεια της θητείας και ιδιαίτερα κατά την πανδημία, η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας δεν είχε τη δυνατότητα, όπως οι χώρες του ευρωπαϊκού κέντρου, να χορηγήσει κρατικές ενισχύσεις σε μεγάλες επιχειρήσεις στο πλαίσιο της ευελιξίας που παρείχε η Ε.Ε. Αντίθετα, η Δεξιά έχει πολλαπλασιάσει τα φορολογικά πλεονεκτήματα υπέρ του κεφαλαίου: με μείωση του φόρου επί των επενδύσεων (μείωση του φόρου στα μερίσματα, μείωση του φορολογικού συντελεστή της ανώτερης κατηγορίας, μείωση του επαγγελματικού φόρου, φορολογικά προνόμια για όσους θέλουν να εγκατασταθούν στη χώρα, αναστολή του ΦΠΑ στην κατασκευή έως το τέλος του 2022, δέσμευση φόρου υπεραξίας ακινήτων, μείωση φόρου ακίνητης περιουσίας κατά 30%).
Επιπλέον, από το 2019, η υπαγωγή από τον Κ. Μητσοτάκη της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών, αλλά και η κατάργηση της αυτονομίας της Επιθεώρησης Εργασίας ΣΕΠΕ, του Υπουργείου Διοικητικής Μεταρρύθμισης και του σώματος των επιθεωρητών περιβάλλοντοςαποτελούν μέρος μιας ευρύτερης στρατηγικής προς τη συγκέντρωση της άσκησης εξουσίας γύρω από ένα νεοφιλελεύθερο και έντονα ιεραρχικό κράτος.
Στα χαρτιά, οι επιδόσεις της Ελλάδας μετά την εκλογή του Κ. Μητσοτάκη το 2019 μοιάζουν να έχουν επιτυχία. Ανέλαβε την εξουσία όταν η Ελλάδα έβγαινε από τη θεσμοθετημένη λιτότητα και ήταν ακόμα βυθισμένη στην κατάθλιψη. Είναι αλήθεια ότι ο μέσος ελληνικός ρυθμός ανάπτυξης καθ’ όλη τη διάρκεια της τελευταίας θητείας είναι σημαντικά υψηλότερος από αυτόν του μέσου όρου της ευρωζώνης (1,6% ετησίως, έναντι 1%).
Ένα στοιχείο που έπαιξε καθοριστικό ρόλο στις εκλογές είναι το διάμεσο εισόδημα, το οποίο αυξήθηκε με τον ίδιο ρυθμό με τον πληθωρισμό το 2022 (9%), γνωρίζοντας ότι η κυβέρνηση συγκέντρωσε τις παροχές με τα passκατά την προεκλογική χρονιά. Με τη βοήθεια της πρόσφατης εξόδου από το πρόγραμμα ενισχυμένης επιτήρησης, η κυβέρνηση μπόρεσε να σχηματίσει μια θριαμβευτική εικόνα της δράσης της σε αυτή τη βάση. Ενώ το ΑΕΠ εξακολουθεί να είναι μειωμένο κατά 23% σε όγκο σε σύγκριση με τα επίπεδα του 2007 και το διάμεσο ονομαστικό εισόδημα των Ελλήνων παραμένει χαμηλότερο κατά 20% σε σύγκριση με το 2010, παρόλο που οι τιμές έχουν αυξηθεί κατά 12% την ίδια περίοδο.
Πάνω από όλα, η Ελλάδα έχει πολύ φτωχό παραγωγικό απολογισμό. Διευρύνεται και πάλι το ισοζύγιο πληρωμών. Σε 4 χρόνια η χώρα δεν ενίσχυσε με κανέναν τρόπο την παραγωγική της βάση και τους δικούς της μοχλούς ανάπτυξης, και άρα με άλλα λόγια ούτε τη φορολογική της βάση. Οι άμεσες επενδύσεις επέστρεψαν μόνο στα προ κρίσης επίπεδα, που θεωρούνταν ήδη χαμηλά, χωρίς να αντικατοπτρίζουν μια ανανεωμένη ελκυστικότητα ή ώθηση της προσφοράς, αποτελώντας απλώς την αντανάκλαση της μεταβίβασης ιδιοκτησίας στο εξωτερικό υφιστάμενων δομών. Οι μεταβιβάσεις αυτές συνδέονται με ιδιωτικοποιήσεις και κατάσχεση ιδιωτικών ακινήτων, οδηγώντας στη φτωχοποίηση μέρος της μεσαίας και εργατικής τάξης.
Εκλογικό αποτέλεσμα με πολλαπλές αναγνώσεις
Παρά τη χρήση της απλής αναλογικής στις εκλογές της 21ης Μαίου, η κυβέρνηση επωφελήθηκε σε μεγάλο βαθμό από αυτή την παραπάνω οπτική ψευδαίσθηση, επισκιάζοντας τις ανησυχίες για την αμαυρωμένη εικόνα της χώρας σχετικά με την κατάσταση των μέσων ενημέρωσης, το κράτος δικαίου, τις κατηγορίες για παραβίαση του μεταναστευτικού δικαίου της ΕΕ και τους ισχυρισμούς για επανειλημμένα οικονομικά αδικήματα των βουλευτών του κυβερνώντος κόμματος. Οι σοβαρές ειδήσεις ή τα σκάνδαλα που ξέσπασαν (σιδηροδρομική τραγωδία, τηλεφωνικές υποκλοπές, επαναπροώθηση προσφύγων, σκάνδαλα διαφθοράς, δασικές πυρκαγιές κ.λπ.) είχαν οριακό μόνο αντίκτυπο στην ψηφοφορία (155.972 επιπλέον ψήφους από τις εκλογές του 2019. Αντίθετα με τις προσδοκίες, πρώτη η ΝΔ στις προτιμήσεις των νέων ψηφοφόρων με ποσοστό 31,5%).
Ο εκλογικός νόμος ενθάρρυνε την αυξημένη συμμετοχή, η οποία έχει αυξηθεί λίγο περισσότερο από 3% σε σύγκριση με την τελευταία ψηφοφορία.
Ταυτόχρονα, οδήγησε σε διασκορπισμό των αριστερών δυνάμεων αντανακλώντας τη σύγχυση και την ιδεολογική αταξίαεντός της οποίας αντιδραστικά, εθνικιστικά μορφώματα βρίσκονται στο κατώφλι της ελληνικής Βουλής.
Πλειοψηφισμός α λα γκρεκ?
Αυτή η νίκη της ελληνικής Δεξιάς ξεπέρασε τις προσδοκίες της, κάτι που είναι απόδειξη ότι αυτή η νίκη της ανήκει μόνο εν μέρει. Το εκλογικό αποτέλεσμα δείχνει ότι η Νέα Δημοκρατία έχει μεγιστοποιήσει μια ανάκαμψη στην οικονομία που όμως είναι μηχανική, και τα αποτελέσματα της οποίας είναι πιθανό να εξαλειφθούν. Η χώρα παραμένει σε κατάσταση μεγάλης οικονομικής ευπάθειας. Καταγράφει δημόσιο χρέος (171,3% του ΑΕΠ) το οποίο εξακολουθεί να υπερβαίνει κατά περισσότερες από 60 μονάδες του ΑΕΠ τα επίπεδα που θεωρήθηκαν ανησυχητικά το 2008. Επιπλέον, η Ελλάδα καταγράφει ένα από τα υψηλότερα ποσοστά ατόμων που κινδυνεύουν από φτώχεια. Το πραγματικό εισόδημα μειώθηκε κατά 7,4% το 2022 λόγω του υψηλού πληθωρισμού, σύμφωνα με στοιχεία του ΟΟΣΑ.
Η Επιτροπή έκρουσε το σήμα κινδύνου υπενθυμίζοντας ότι μεσοπρόθεσμα θα υπάρξει επιστροφή στη δημοσιονομική πειθαρχία. Από το 2024, η Ελλάδα θα πρέπει να επιστρέψει σε μια δημοσιονομική πολιτική με στόχο πρωτογενές πλεόνασμα περίπου 2-2,5%. Στις συστάσεις της, η Επιτροπή προτείνει να καταργηθούν τα δαπανηρά μέτρα οριζόντιας ενεργειακής στήριξης (κίνητρο για εξοικονόμηση ενέργειας) και να παραμείνουν μόνο για τους οικονομικά ασθενείς. Σε αυτό το νέο πλαίσιο που θα διαμορφωθεί αμέσως μετά τον νέο εκλογικό γύρο της 25ης Ιουνίου 2023, η πίεση στο δημόσιο χρέος θα είναι ισχυρή και θα γίνει και πάλι πυρηνικό όπλο για να προωθήσει περαιτέρω την ιδιωτικοποίηση του νοσοκομειακού τομέα ή άλλων δημόσιων υπηρεσιών και αγαθών, την προώθηση πάση θυσία συμπράξεων δημόσιου και ιδιωτικού τομέα στη διαχείριση του νερού ή την εκπαίδευση.
Επιπλέον, πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι η νέο-βιομηχανική στροφή που βιώνει η Ευρώπη θα διευρύνει περαιτέρω το χάσμα μεταξύ κέντρου και περιφέρειας στην ήπειρο. Η επιστροφή της βιομηχανικής πολιτικής απαιτεί από τα κράτη να έχουν δημόσια ικανότητα να «οδηγούν» την οικονομία. Η Ελλάδα, όντας πολύ ευάλωτη και παγιδευμένη στα γρανάζια της δημοσιονομικής προσαρμογής, θα εκπληρώσει τον περιφερειακό της ρόλο που της έχει ανατεθείστον καταμερισμό εργασίας στον ευρωπαϊκό καπιταλισμό. Σε αυτό το επίπεδο, καμία συμφωνία δεν μπορεί να εγγυηθεί ότι θα ληφθούν υπόψη οι ιδιαιτερότητες των αδύναμων χωρών για την υποστήριξη ορισμένων τομέων της οικονομίας.
Έτσι, η χώρα κινδυνεύει να βυθιστεί ακόμη περισσότερο στην κόλαση της εξάρτησης επειδή ένα κράτος που στερείται την ικανότητα σχεδιασμού και στη θέση τουπαράγει κληρονόμους πολιτικών δυναστειών, επαγγελματίεςπου κάνουν καριέρα και κυκλοφορούν μεταξύ των επιχειρήσεων και των υψηλών σφαιρών λήψης δημόσιων αποφάσεων δεν θα μπορεί να ακολουθήσει τη στρατηγική των χωρών με μεγάλο δημοσιονομικό χώρο. Σε αυτή την περίπτωση, η παραγωγική πόλωση θα ενισχυθεί μεταξύ κέντρου και περιφέρειας εντός της Ευρώπης.
Η ελληνική Δεξιά έχει αξιοποιήσει στο έπακρο την ευρωπαϊκή οικονομική βοήθεια για να ενισχύσει τα επιχειρηματικά της δίκτυα. Όμως οι επιδοτήσεις δεν μπορούν να αναπροσανατολίσουν την οικονομία μιας χώρας. Απαιτούνται ίδιοι πόροι για την προώθηση της διαρθρωτικής αλλαγής στην παραγωγική βάση. Το κράτος θα πρέπει να ανακτήσει τον ρόλο του επενδυτικού σχεδιαστή και να πειθαρχήσει αυστηρά πάνω στο μεγάλο κεφάλαιο και τους μεγάλους ομίλους.
Η Νέα Δημοκρατίαβρίσκεται σε καλό δρόμο για να πετύχει μια άνετη πλειοψηφία στις εκλογές της 25ης Ιουνίου. Εάν η πολιτική στρατηγική της ακολουθήσει την ίδια λογική όπως μέχρι τώρα, η Ελλάδα θα μπορούσε να περάσει σε μια νέα εποχή ακόμα πιο ανησυχητική από αυτή που μόλις πέρασε την τελευταία δεκαετία… Όσο περισσότερο η πολιτική εξουσία προσανατολίζονται προς τον χρηματοπιστωτικό τομέα, τόσο περισσότερο ο γενικός πληθυσμός θα είναι καχύποπτος για τη χάραξη δημόσιας πολιτικής. Δε Θα μπορείπαράνα δώσει λευκή κάρτα στο ιδιωτικό κέρδος χωρίς να αυξήσει τους φόρους στις εταιρείες και το εισόδημα κεφαλαίου, ούτε να σχεδιάσει τις βιομηχανίες του αύριο κάνοντας τες δημόσιες. Θα υπόκειται στις επιδοτήσεις της ΕΕ που συνεπάγονται μεταφορά των πόρων της εργασίας και του δημόσιου τομέα στο κεφάλαιο, επιδεινώνοντας τις ανισότητες και τις δυσαρέσκειες.
Για να γίνει αυτό χωρίς να διακινδυνεύσει η σταθερότητα της χώρας, μπορεί να αναδυθεί ένας τύπος ελληνικούπλειοψηφισμού. Δεν θα πρόκειταιγια ένα απλό αντίγραφο της περίπτωσης της Ουγγαρίας, της Πολωνίας ή της Τουρκίας. Στην πραγματικότητα, έχει τα δικά του χαρακτηριστικά, μεταξύ άλλων και σε σχέση με την λεγόμενη εναλλακτική Δεξιά (δηλαδή Alt – Right). Οι ελίτ που συνθέτουν αυτήν την πλειοψηφία (κομπραδόρικη αστική τάξη, κομπραδόρικη γραφειοκρατική και εμπορική αστική τάξη) είναι η συγκέντρωση εκείνων των κοινωνικών δυνάμεων που θέλουν να δείξουν την πρωτοκαθεδρία τους ως κατηγορία του πληθυσμού με βάση την τάξη και το πολιτισμικό κεφάλαιο με δικαίωμα λήψης αποφάσεων που επηρεάζουν βαθιά την κοινωνία. Είναι νεοφιλελεύθεροι και κατά κύριο λόγο κοσμοπολίτες, φιλοευρωπαϊστές, αλλά υποστηρίζουν συγχρόνως την ενίσχυση των εξουσιών ασφαλειοποίησης, πολιτικού ελέγχου και τάξης.
Γενικά σε καθεστώτα που βασίζονται στον πλειοψηφισμό και την πίστη με προβλήματα μεγάλης φτώχειας, διχασμών ή ανισοτήτων και όπου το κύριο εισόδημα της χώρας προέρχεται από έναν πόρο, στην ελληνική περίπτωση είναι ο μονο-τομέας του τουρισμού, ο αρχηγός (και το κόμμα του) υιοθετεί τον ρόλο του προστάτη παρά του εκπροσώπου του λαού. Θεωρείται ότι παρέχει αποτελεσματική διακυβέρνηση και απολαμβάνει λαϊκής υποστήριξης. Η ηγεσία θεωρείται ότι εξασφαλίζει μια αποτελεσματική διακυβέρνηση ως προπύργιο έναντι πραγματικών ή κατασκευασμένων εξωτερικών απειλών, εσωτερικής συνοχής και «οικονομικής ανάπτυξης». Τέτοιοι ηγέτες προσπαθούν να διατηρήσουν τον έλεγχο, να αυξήσουν τον πλούτο τους, να περιορίσουν τη μαζική συμμετοχή και να ελέγξουν κρίσιμους πόρους. Δεν έχουν απόλυτη και απεριόριστη εξουσία ενώ λειτουργούν σε αόριστα όρια συνάπτοντας συμμαχίες με ισχυρούς επιχειρηματίες, την Εκκλησία και τοπικούς ηγέτες.
Εάν η Ελλάδα κινηθεί προς ένα τέτοιο καθεστώς με βάση την πολιτική πίστη, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ο κίνδυνος να υπάρξει έξαρση της ακροδεξιάς ριζοσπαστικοποίησης. Πρέπει να παραμείνουμε σε επαγρύπνηση ενάντια στον πολλαπλασιασμό των άτυπων δικτύων πυραμιδικών σχέσεων πελατείας με παροχή πόρων (όπως ο έλεγχος της απασχόλησης, οι δημόσιες συμβάσεις, οι επενδύσεις, το δυνητικό κέρδος), την εμπιστοσύνη στις σχέσεις πατρωνίας και τα δίκτυα συμμαχιών που διατρέχουν την κοινωνία και υπερβαίνουν τη διάκριση μεταξύ δημόσιας και ιδιωτικής σφαίρας, και έτσι επιτρέπουν τη διαφθορά ως ενδημικό χαρακτηριστικό. Εάν γίνει αυτή η μετατόπιση, οι στρατιωτικές δαπάνες που σχετίζονται με τις εξαγωγές φυσικών πόρων θα συνεχίσουν να είναι υψηλές και θα γίνουμε μάρτυρες της κατάχρησης των δημοσίων δαπανών, της κακής κατανομής κεφαλαίων, της εξαγοράς αντιπάλων και των ελάχιστων ξένων επενδύσεων.
Το ερώτημα λοιπόν που θα προκύψει σύντομα είναι το εξής: ο κύκλος της κρίσης έχει τελειώσει ή δίνει τη θέση του σε ένα μοντέλο υπανάπτυξης που διαχειρίζεται ένας κλειστός αριθμός κληρονόμων, ισχυρών προστατών που περιβάλλονται από πιστούς οπαδούς που προέρχονται από τα μεσαία στρώματακαι θέλουν να σκαρφαλώσουν και να ανταγωνιστούν για θέσεις ισχύος και να καρπωθούν κέρδη;